υδατώνω

υδατώνω
ὑδατῶ, -όω, ΝΜΑ [ὕδωρ, ὕδατος]
καθιστώ κάτι υδατώδες, υδαρές
νεοελλ.
1. προσδίδω σε κάτι νερό, ενυδατώνω
2. αραιώνω κάτι με την προσθήκη νερού, νερώνω
αρχ.
παθ. ὑδατοῡμαι, -όομαι
α) είμαι ή γίνομαι ύδατώδης, υδαρής
β) είμαι ή γίνομαι υδρωπικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • προσυδατώνω — Ν [ὑδατώνω] προσθαλασσώνω υδροπλάνο ομαλά …   Dictionary of Greek

  • υδάτωση — η / ὑδάτωσις, ατώσεως, ΝΜ [ὑδατῶ, ώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υδατώνω νεοελλ. 1. προσθήκη νερού σε άλλο υγρό, όπως λ.χ. σε γάλα ή κρασί, με σκοπό την αραίωση του ή και τη νόθευσή του 2. ενυδάτωση 3. χημ. η πρόσληψη μορίων νερού από ένα… …   Dictionary of Greek

  • υδατώ — όω, ΜΑ βλ. υδατώνω …   Dictionary of Greek

  • ύδωρ — το / ὕδωρ, ατος, ΝΜΑ, και ὕδρω, και βοιωτ. τ. οὕδωρ και μτγν. ὕδος, Α (στην νεοελλ. λόγιος τ.) το νερό 2. φρ. α) «γην και ύδωρ» βλ. γη β) «ύδατος και γης απαγόρευσις» (στην αρχ. Ρώμη) μορφή εκούσιας εξορίας ενός εγκληματία στον οποίο απαγορευόταν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”